- ξαγοράρης
- ο (Μ ξαγοράρης)εξαγορευτής, εξομολογητής, πνευματικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐξαγοράριος < ἐξαγορεύω + κατάλ. -άριος ή, κατ' άλλους, από το ἐξαγοράρης < ἐξαγορά + κατάλ. -άρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαγοράρης — ο ο πνευματικός, ο εξομολογητής, ο ξομολόγος: Φέρε μου ξαγοράρη, να πω τα κρίματά μου (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαγοράρης — και ξαγοράρης, ο εξομολογητής, πνευματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγορά + άρης*] … Dictionary of Greek
(ε)ξαγορευτής — ο εξομολογητής: Ο (ε)ξαγορευτής της δεν την άφησε να μεταλάβει. ξαγορευτής ο ο εξομολογητής, ο πνευματικός, ο ξαγοράρης: Έκοψε τους παπάδες και τους ξαγορευτάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξομολογητής — ο 1. αυτός που εξομολογεί. 2. ο ιερέας που με εντολή του επισκόπου κάνει την εξομολόγηση των πιστών, ο πνευματικός, o (ε)ξομολόγος, ο (ε)ξαγορευτής, ο ξαγοράρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)